- ειδικός
- -ή, -ό (AM εἰδικός, -ή, -όν) [είδος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος»)2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο»)νεοελλ.(αρσ. ως ουσ.) ο ειδικόςαυτός που έχει αποκτήσει ειδικότητα σ' έναν κλάδο επιστήμης ή τέχνης («ειδικός στη συντήρηση αρχαίων μνημείων»)μσν.1. τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, συνήθως ο κόμις τών θείων πριονάτων, θησαυροφύλακας2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰδικόνη αρχή και το αξίωμα τού ειδικούαρχ.μορφικός.
Dictionary of Greek. 2013.